Ο Άγγελος Σικελιανός διακρίνεται για την αρχαιογνωσία του η οποία
αποτελεί απόρροια της κλασικής παιδείας του, καθώς και της εξοικείωσής του με τα
κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ο Σικελιανός επιδεικνύει και εκείνος
αντίστοιχο ενδιαφέρον για την ιστορική προοπτική του λαού του και τη συγκεκριμένη
αγωνία τη διοχετεύει επιδέξια στην δραματική του ποίηση. Η στροφή του ποιητή
προς τον λαό ξεκινά από την βασική του πεποίθηση και θεμελιώδη αρχή ότι εκείνος
συνιστά την κοιτίδα και το πρωταρχικό μέσο διαφύλαξης της πνευματικής,
κοινωνικής και πολιτισμικής ανάπτυξης ενός έθνους. Το ανόθευτο και αυθεντικό των
ελληνικών παραδόσεων, ηθών και εθίμων είναι καταγεγραμμένα και αποτυπωμένα
στη γνήσια λαϊκή συνείδηση. Έτσι, είναι δυνατό να διασφαλιστεί η ενότητα και η
συνέχεια ενός πολιτισμού.
Αυτό συνεπάγεται ότι χάρη στη διατήρηση και μεταβίβαση από γενιά σε γενιά
των πνευματικών επιτευγμάτων και αξιών της αρχαίας ελληνικής κληρονομίας η
σύγχρονη εποχή του Σικελιανού απολαμβάνει το προνόμιο του να μπορεί να
αξιοποιήσει τα απύθμενα πνευματικά κοιτάσματα της αρχαιότητας και να τα θέσει
προς την κατεύθυνση της κάλυψης των συγκεκριμένων δεδομένων και επιταγών του
σύγχρονου ιστορικού παρόντος. Σε αυτή τη θεώρηση δεν είναι τυχαίο που ο ποιητής
επέλεξε από πολύ νεαρή ηλικία να βρεθεί κοντά στο λαό και στην παράδοση. Αυτό
ξεκίνησε πρώτα από τις εμπειρίες που απεκόμισε από την άμεση επαφή του με τον
λαϊκό πολιτισμό και το φυσικό περιβάλλον της ιδιαίτερης πατρίδας του της Λευκάδας
και συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του με τις αναρίθμητες περιδιαβάσεις
του ανά την ελληνική ύπαιθρο. Ο συγκεκριμένος τρόπος ανάπτυξης μιας ιδιαίτερης
βιωματικής σχέσης με την ελληνική φύση και παράδοση συντέλεσε σε σημαντικό
βαθμό στη διαμόρφωση της βασικής του κοσμοθεωρίας που εδράζεται στη ζωτική
επαφή του ελληνικού λαού με τις αξίες του κλασικού πολιτισμού ως τη βάση για τη
διασφάλιση της αρμονίας και της εξέλιξης. Η ανάγκη του ποιητή να στραφεί στην
παράδοση απορρέει από τη σθεναρή του βούληση για συνένωση του φυσικού με το
ανθρώπινο περιβάλλον, επιτυγχάνοντας, έτσι, μια αρραγή ενότητα που οδηγεί στην
κατάκτηση της οικουμενικότητας.
Η ψυχική συνένωση του ίδιου με τις ανάγκες των συμπολιτών του ανακλά
την αντίστοιχη και επίμονη προσπάθειά του τόσο ως πνευματικός ταγός και
αναμορφωτής του έθνους του όσο και ως ποιητικός δημιουργός να αναχθεί στα
υψηλότερα στρώματα ενατένισης και γνώσης του εσώτερου εαυτού του μέσα από την
κατανόηση ολόκληρου του πολυεδρικού συστήματος πάνω στο οποίο θεμελιώνεται
και αναπτύσσεται ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Σε αυτή την προοπτική
εντάσσεται και εξηγείται το ότι ο ποιητής μελετά διερευνητικά και παρατηρεί
διεισδυτικά τα αρχαία μνημεία του τόπου του προκειμένου να μπορέσει έτσι να
κατανοήσει σε μεγαλύτερο βάθος τον αρχαίο κόσμο. Η πρωτογενής επαφή του
ποιητή με τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας συνιστά ένα βασικό εργαλείο ώστε
να διευρύνει το φάσμα των γνώσεων και εμπειριών του σχετικά με το πώς μορφές
που προέρχονται από τη χορεία του αρχαίου μύθου αναπαριστώνται και
αποτυπώνονται στην κλασική τέχνη. Στα πλαίσια αυτής της κοσμοαντίληψης
δικαιολογούνται οι συχνές επισκέψεις του ποιητή και η μακροχρόνια παραμονή του
σε μέρη, όπως η Λευκάδα, η Ελευσίνα, οι Δελφοί, η Σπάρτη, η Τεγέα, η Επίδαυρος,
οι Μυκήνες, η Ολυμπία, το Άργος και γενικότερα σε πολλούς αρχαιολογικούς
2
χώρους ανά την Ελλάδα. Το διευρυμένο, όμως, πεδίο αντίληψης που είχε
διαμορφώσει ο ποιητής για την αρχαιότητα δεν περιορίζεται μονάχα εκεί. Επιπλέον,
προβαίνει σε μια μικροσκοπική διερεύνηση του πολιτισμικού και πνευματικού του
παρελθόντος μελετώντας τους κλασσικούς συγγραφείς. Αξίζει να επισημανθεί εδώ
ότι η επαφή και η ανάλογη εξοικείωση του Σικελιανού με τα κείμενα της αρχαίας
ελληνικής γραμματείας ήταν άμεση από τα παιδικά του χρόνια. Επίσης, μερικά
χρόνια ύστερα από την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο θα επιχειρήσει να
μεταφράσει στίχους του Ομήρου στη δημοτική, γεγονός που καταμαρτυρεί την
κλασική του παιδεία και το έντονο αρχαιογνωστικό του ενδιαφέρον. Συχνά ο ίδιος
στα πεζά του έργα κάνει ρητή αναφορά στους αρχαίους συγγραφείς στους οποίους
έχει εντρυφήσει.
Είχε μελετήσει τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τους προσωκρατικούς, τον
Αριστοτέλη, τον Ηρόδοτο, τους τρεις μεγάλους τραγικούς από τους οποίους
περισσότερο τον είχε κεντρίσει ο Αισχύλος, το Θουκυδίδη, τον Αρριανό, το Διόδωρο,
τον Παυσανία, τον Στράβωνα, το Δίωνα τον Κάσιο, τον Πλούταρχο, τον Αθήναιο.
Από Λατίνους συγγραφείς είχε ασχοληθεί με τον Τάκιτο, το Σενέκα και τον
Σουητώνιο. Από όλους, όμως, την πιο καταλυτική επίδραση στο έργο του άσκησαν
όσον αφορά τους αρχαίους ποιητές ο Όμηρος και ο Αισχύλος. Ο τελευταίος άσκησε
ιδιαίτερη επιρροή στο λυρικό και δραματικό έργο του Σικελιανού. Συχνά στα
θεωρητικά του κείμενα ο ποιητής κάνει αναφορά στο μεγάλο δραματουργό και στο
πόσο εκτιμούσε το έργο εκείνου. Η σπουδή και η συστηματική ενασχόληση του
Σικελιανού με την αρχαιότητα δεν εξαντλείται, όμως, στην άμεση επαφή του με τα
αρχαία κείμενα, αλλά επεκτείνεται από την πλευρά του και στη μελέτη των
σύγχρονων ομότεχνών του που έχουν δεχτεί αντίστοιχες επιδράσεις στο έργο τους.
Ο ποιητής παρακολουθεί, συνεπώς, την επιβίωση και την αξιοποίηση του
αρχαίου μύθου και της αρχαίας τραγωδίας σε Νεοέλληνες και ξένους ποιητές και
πεζογράφους που είχαν στραφεί και εκείνοι στην κλασική αρχαιότητα. Αυτό
καταμαρτυρεί ότι ο Σικελιανός εντάσσεται σε ένα ευρύτερο διανοητικό και
φιλοσοφικό ρεύμα που διακρινόταν για το αρχαιογνωστικό του ενδιαφέρον και
διατηρούσε μια ζωντανή σχέση με τις αρχαίες πηγές και τα αντίστοιχα κείμενα. Ως εκ
τούτου, σύμφωνα με μια τέτοια θεώρηση και προοπτική, η αρχαιότητα δεν συνιστά
σε καμία περίπτωση ένα νεκρό και πεπερασμένο πλέγμα στοιχείων της πνευματικής,
ιστορικής και πολιτισμικής παράδοσης του παρελθόντος που να επιτελεί στη
σημερινή εποχή τον μονοδιάστατο και περιορισμένο ρόλο ενός μνημειωμένου
γεγονότος περισσότερο κατάλληλου για μια περιστασιακή επετειακή χρήση και
αναπόληση.
Επιπλέον, ο ποιητής δέχτηκε έντονες επιδράσεις από διανοητές και
φιλοσόφους, όπως ο Schure, ο D’Annunzio, ο Barres και ο Nietzsche όσον αφορά την
σημαντική της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και την επιβίωση της αρχαίας
τραγωδίας στον σύγχρονο κόσμο. Ειδικότερα, ο Schure ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα
αρχαία ελληνικά μυστήρια και με τους αντίστοιχους μύθους. Ο Σικελιανός
επηρεάστηκε από το Γάλλο διανοητή από τότε που ήταν έφηβος, ενώ στη συνέχεια
αλληλογραφούσε μαζί του δεχόμενος, έτσι, πιο έντονες επιρροές, γεγονός που
συντέλεσε καθοριστικά ώστε να αντιληφθεί και εκείνος ανάλογες πτυχές του αρχαίου
κόσμου και να τις εντάξει στην προοπτική του σήμερα. Επίσης, από τον D’Annunzio
επηρεάστηκαν και άλλοι Έλληνες ποιητές, όπως ο Καβάφης, ο Παλαμάς, ο
Βάρναλης και ο Καζαντζάκης. Το ενδιαφέρον του ιταλού ποιητή για την αρχαιότητα
γοήτευσε και άσκησε έντονη επιρροή στον νεαρό ποιητή του Αλαφροΐσκιωτου.
3
Αργότερα, όμως, ο Σικελιανός θα αποστασιοποιηθεί από εκείνον και θα τον
κατηγορήσει για μισελληνισμό, εξαιτίας της αλλαγής των πολιτικών του θέσεων και
απόψεων. Ο Nietzsche, επίσης, επηρέασε εξίσου σημαντικά την κοσμοθεωρία του
Σικελιανού όσον αφορά τη διαμόρφωση της ιδιαίτερης αντίληψής του σχετικά με την
έννοια του τραγικού και τη θεμελιώδη σημασία της τραγωδίας για την ψυχική
ανάταση του ανθρώπου. Το έργο του Nietzsche, λοιπόν, άσκησε σημαντική επίδραση
στον ποιητή, όπως καταδεικνύεται σε κάθε στάδιο της εξελισσόμενης ποιητικής του
πορείας και πνευματικής του ωρίμανσης. Συνεπώς, το ενδιαφέρον του Σικελιανού για
την αρχαία τραγωδία τον οδήγησε από πολύ νεαρή ηλικία στο να επιδιώξει να
αναπτύξει μια περισσότερο βιωματική και άμεση σχέση με το συγκεκριμένο είδος.
Έτσι, αποφασίζει να συμμετάσχει στην κίνηση της Νέας Σκηνής του Κωνσταντίνου
Χρηστομάνου.
Έλαβε μέρος στην Άλκηστη του Ευριπίδη, που ήταν το πρώτο έργο της Νέας
Σκηνής, έχοντας ένα μικρό ρόλο στην παράσταση. Επιπλέον, η ενασχόληση του
ποιητή με το αρχαίο θέατρο σε συνδυασμό με τη διευρυμένη γνώση και παιδεία του
για τον κλασικό πολιτισμό συντέλεσαν, ώστε να προβεί στη συνέχεια και στη
συγγραφή τραγωδιών, αποβλέποντας μέσα από το συγκεκριμένο εγχείρημα στο να
προσεγγίσει περισσότερο το ευρύ κοινό, να αισθανθεί τον λαϊκό παλμό και να δείξει
στους συμπολίτες του ότι είναι ο ποιητής που έχει βαθιά ενσυναίσθηση της
σημαντικής του αποστολής για την πνευματική ανόρθωση του έθνους του. Έτσι, ο
Σικελιανός επιχειρεί να ανασυγκροτήσει, θέτοντας σε νέα βάση και προοπτική τα
πνευματικά επιτεύγματα της παράδοσης και του πολιτισμού του, ώστε να βοηθήσει
με τον τρόπο αυτό την ανθρωπότητα να βγει από το αδιέξοδο και το τέλμα στο οποίο
έχει εγκλωβιστεί και να αναλάβει εκ νέου ενεργό δράση. Σύμφωνα με αυτό το πλάνο,
αρχίζει να θέτει σε περισσότερο συγκεκριμένα και στερεά πλαίσια τη Δελφική του
Ιδέα, ενώ την ίδια περίοδο θα διατυπώσει και τις θεωρητικές του απόψεις στα σχετικά
κείμενά του που υπαγορεύουν την αναγκαιότητα του μύθου και της τραγωδίας στη
σημερινή εποχή. Εκείνο που αναδεικνύεται κυρίως από το διανοητικό σύμπαν του
Σικελιανού όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ότι τόσο η χρήση του μύθου
όσο και της τραγωδίας στοχεύει πρώτιστα στην ηθική τελείωση του ανθρώπου και
στην ανάταση του στις υψηλότερες σφαίρες της ανθρώπινης ενατένισης.
Η ιδιαίτερη βαρύτητα που προσδίδει ο ποιητής στην αισχύλεια τραγωδία
οφείλεται στο ότι πιστεύει πως εκείνη βρίσκεται πολύ κοντά στα Ελευσίνια μυστήρια
για τα οποία διατείνεται ότι συνιστούν ένα πολύ σημαντικό σταθμό για μια ομαλή
πνευματική πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης, ώστε να μπορέσει εκείνη, διερχόμενη
από επάλληλες και ομόκεντρες βαθμίδες μύησης, να ατενίσει την υπέρτατη γνώση
της οικουμένης και να συνδεθεί με τις αιώνιες αλήθειες και τις αναλλοίωτες δυνάμεις
που ενέχονται σε εκείνους τους νόμους που διέπουν και θέτουν σε κίνηση τους
μηχανισμούς λειτουργίας του σύμπαντος, ενεργοποιώντας, έτσι, απροσδιόριστες και
λιγότερο εμφανείς μέχρι τότε πτυχές των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Η διαφύλαξη της
παράδοσης, μέσα από την επιβίωση και την αναπροσαρμογή της τραγωδίας στο
σήμερα, συντελεί και συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην ευόδωση του οράματος
του Σικελιανού για την επίτευξη της ψυχικής ενότητας του ανθρώπου. Η συνεκτική
δύναμη που ενέχεται στην εννοιολογική υφή και στην ουσία της τραγωδίας ανακλά
την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου για την κατάκτηση της αληθινής γνώσης του
κόσμου και τη δυνατότητα του να μπορεί να συμμετάσχει ενεργά στην εξέλιξη της
ανθρωπότητας μέσα από τις πολυποίκιλες εκφάνσεις της δημιουργικής του πνοής. Ως
εκ τούτου, η ανθρώπινη ψυχή είναι δυνατό να αποκτήσει μια καθολική γνώση της
οικουμένης από τη στιγμή που έρχεται σε άμεση επαφή με την τραγωδία,
4
κατανοώντας και αφομοιώνοντας, έτσι, τις θεμελιώδεις αξίες που εκείνη εκπροσωπεί.
Επίσης, μέσα από την εξαγνιστική διαδικασία της κάθαρσης στην οποία ανάγεται από
τη διαλεκτική του με το τραγικό, ο άνθρωπος διασφαλίζει την απόλυτη εσωτερική
εναρμόνιση η οποία συνιστά την πιο βασική προϋπόθεση τόσο για την κατάκτηση της
αυτογνωσίας του όσο και για τη δυνατότητα μιας σωστής ερμηνευτικής θεώρησης
των βαθύτερων και βασικότερων μηχανισμών που κινούν τα νήματα του ιστορικού
του πεπρωμένου.
Η αξία της αισχύλειας τραγωδίας εντοπίζεται στη δύναμη του τελετουργικού
στοιχείου που εμπερικλείει, το οποίο καθίσταται αναγκαίο για τη μύηση του ατόμου
στα βαθύτερα στάδια της ανθρώπινης ενόρασης. Η τραγωδία, συνεπώς, επιτυγχάνει
τη σύζευξη του τελετουργικού με το μύθο. Η συγκεκριμένη λειτουργία καθίσταται
ιδιαίτερα σημαντική προκειμένου να μπορέσει τόσο ο ποιητής-μυημένος να
μεταδώσει τη γνώση, όσο και η ίδια η ανθρωπότητα να την κατακτήσει. Η αποστολή
και το χρέος του Σικελιανού είναι το να καταστήσει τους συνανθρώπους του ικανούς
να αντιληφθούν και να συνειδητοποιήσουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για τη
διαφύλαξη της πνευματικής τους κληρονομιάς. Η ενατένιση των πιο απόκρυφων και
απρόσιτων περιοχών της ανθρώπινης ύπαρξης οδηγεί σε μια ουσιαστική κατανόηση
των βασικών αρχών που επικαθορίζουν τη λειτουργία του σύμπαντος. Έτσι, η χρήση
της τραγωδίας αποβλέπει στην αξιοποίηση της πνευματικής παράδοσης και του
κλασικού πολιτισμού στη σύγχρονη εποχή. Η συγκεκριμένη προοπτική δικαιολογεί
από την πλευρά του Σικελιανού την ανάδειξη του μυθικού στοιχείου της τραγωδίας
στην εποχή του, ώστε να μπορέσει έτσι να προβάλει τις ουσιαστικές ανάγκες της,
καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Επιδιώκει με τον τρόπο αυτό να δώσει τη
δυνατότητα στον συνάνθρωπό του να αποκτήσει δικαίωμα συμμετοχής στην ιστορική
του μοίρα, συμβάλλοντας έτσι στην ανάτασή της.
Στο μεγαλεπήβολο πλάνο του ποιητή για την επίτευξη της ενότητας
εντάσσεται η πρόθεσή του να αξιοποιήσει και την τραγωδία ως την κατεξοχήν
συνθετική δύναμη που συναρθρώνει όχι μόνο το μύθο με το λόγο, αλλά πολύ
περισσότερο τη μυθική περιοχή με την ίδια την ιστορία. Αυτό καθίσταται
περισσότερο κατανοητό αν ληφθεί υπόψη ότι ο Σικελιανός αποφασίζει να προβεί στη
σύνθεση μιας τραγωδίας εξαιτίας των ιδιαίτερων κάθε φορά ιστορικών περιστάσεων
και συνθηκών που τον ωθούν να προσφύγει στην περιοχή του τραγικού, ώστε να
μπορέσει έτσι να προειδοποιήσει τους συμπολίτες του με περισσότερο εμφανή,
ζωντανό και σαφή τρόπο για τον άμεσο κίνδυνο που τους απειλεί με οριστικό
αφανισμό, υποδεικνύοντας παράλληλα, μέσα από τα θεμελιώδη ζητήματα που
διαπραγματεύεται στο δραματικό του έργο, τις δυνατότητες υπέρβασης των εκάστοτε
δυσκολιών. Όταν, για παράδειγμα, συγγράφει την τραγωδία του Ο Δαίδαλος στην
Κρήτη, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, έχει ως στόχο να αξιοποιήσει και
να εκμεταλλευτεί τα χαρακτηριστικά που αναδεικνύει και εκπροσωπεί η μυθική
μορφή του Δαίδαλου, ώστε να τα διοχετεύσει στον αναγνώστη της αντίστοιχης
ιστορικής στιγμής, επισημαίνοντας, έτσι, τη σπουδαιότητά τους. Αφορμάται, δηλαδή,
από την περιοχή του τραγικού είδους, προκειμένου να φωτίσει εναργέστερα τις
πτυχές της δικής του εποχής, προσδίδοντας με τον τρόπο αυτό μεγαλύτερη βαρύτητα
στο άμεσο ιστορικό του παρόν και υπογραμμίζοντας την επικινδυνότητα κάποιων
καταστάσεων για την ομαλή ροή και εξέλιξη της κοινωνίας. Πασχίζει να θέσει την
ανθρωπότητα σε μια περισσότερο ευνοϊκή τροχιά. Σε αυτό το πλαίσιο ο Δαίδαλος,
που αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο της αντίστοιχης τραγωδίας, εμφανίζεται να
μάχεται για την ελευθερία.
5
Η ανάγκη του ελληνικού λαού, κατά την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο που
γράφεται το έργο, να απελευθερωθεί από τον γερμανικό ζυγό και να ανακάμψει ως
έθνος συνιστά ένα γεγονός μείζονος ιστορικής σημασίας. Επομένως, η χρήση της
τραγωδίας από την πλευρά του ποιητή δεν αποβλέπει σε καμία περίπτωση στο να
αποξενώσει τον άνθρωπο της συγκεκριμένης εποχής από την πραγματική αποστολή
του, παρουσιάζοντάς του μια πραγματικότητα περισσότερο εξωραϊσμένη, αλλά,
αντίθετα, να τον εμπνεύσει και να τον εμψυχώσει, ώστε να αγωνιστεί με περισσότερο
σθένος και ψυχική ικμάδα για τη διεκδίκηση της ελευθερίας του. Ο Σικελιανός είχε
την πεποίθηση ότι κάποιος που μέσα στη δύσκολη εκείνη περίοδο της Κατοχής θα
διάβαζε τη συγκεκριμένη τραγωδία θα μπορούσε περισσότερο εύκολα να νιώσει και
να κατανοήσει την επιτακτική και ζωτικής σημασίας ανάγκη του να αγωνιστεί, ώστε
να κατορθώσει να συμβάλει δραστικά με τον τρόπο αυτό στην ανάκτηση της
ανεξαρτησίας της χώρας του. Ο ποιητής, λοιπόν, επιδιώκει σκόπιμα να μεταγγίσει τη
συμπαντική δύναμη που ενυπάρχει στην τραγωδία για την κατάκτηση ενός ανώτερου
πνευματικού πολιτισμού στο σύγχρονο παρόν του, υποδεικνύοντας, παράλληλα, με
τον τρόπο αυτό στους συμπατριώτες του το κρίσιμο της νευραλγικής εκείνης
ιστορικής στιγμής την οποία φροντίζει να την εμποτίσει και να την ενισχύσει με τα
χαρακτηριστικά του καθολικού και του διαχρονικού. 1
Ο Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, είναι κριτικός. συγγραφέας,
μεταφραστής, μεταδιδακτορικός ερευνητής
ΕΚΠΑ, ΑΠΘ, Δημοκρίτειου